αφάνεια

αφάνεια
Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα πιθανός. Αυτό συμβαίνει όταν το αυτό πρόσωπο είτε βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής τη στιγμή που εξαφανίστηκε είτε απουσιάζει από πολύ καιρό χωρίς να δώσει ειδήσεις. Ειδικότερα, κατά τον Αστικό Κώδικα (AK), μετά την πάροδο ενός έτους από τη στιγμή του κινδύνου ή πενταετίας από την εξαφάνιση, τα πρόσωπα που αντλούν δικαιώματα από τον θάνατό του μπορούν να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο να κηρυχτεί σε α. Ο ΑΚ (άρθρα 40-49) εισάγει όμως πρόσθετες εγγυήσεις προς αποφυγή σχετικών καταχρήσεων· έτσι, αν η αίτηση κήρυξης α. κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο διατάσσει τη δημοσίευση στον τύπο περίληψης που περιέχει τα στοιχεία ταυτότητας αυτού που κάνει την αίτηση και αυτού που εξαφανίστηκε με σχετική πρόσκληση προς τον τελευταίο ή τρίτα πρόσωπα όπως, μέσα σε ορισμένη προθεσμία (τουλάχιστον ενός έτους από τη δημοσίευση), να δώσουν πληροφορίες αν ζει ή αν πέθανε. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας, το δικαστήριο κρίνει οριστικά. Η κήρυξη της α. έχει τα ίδια αποτελέσματα με την περίπτωση που θα είχε αποδειχτεί ο θάνατος. Πάντως, ο ΑΚ προβλέπει και την παροχή ασφάλειας από τα πρόσωπα που αντλούν δικαιώματα από την α., σε περίπτωση εμφάνισης του αφάντου.
* * *
η (AM ἀφάνεια) [αφανής]
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀφανείᾳ — ἀφανείᾱͅ , ἀφάνεια obscurity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάνεια — obscurity fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφάνεια — η 1. το να μη φαίνεται κανείς, το να αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή: Μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε σε αφάνεια. 2. (νομ.), η κατάσταση προσώπου για το οποίο δεν ξέρουμε αν ζει ή πέθανε: Ο Α κηρύχτηκε σε αφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφανείας — ἀφανείᾱς , ἀφάνεια obscurity fem acc pl ἀφανείᾱς , ἀφάνεια obscurity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάνειαι — ἀφάνεια obscurity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάνειαν — ἀφάνεια obscurity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aphania, Cyprus — Aphania Αφάνεια (Greek) Gaziköy (Turkish) …   Wikipedia

  • διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… …   Dictionary of Greek

  • не˫авлениѥ — НЕ˫АВЛЕНИ|Ѥ (3*) ˫А с. 1.Неизвестность: ино бо повелѣниѥ ино же проповѣданиѥ. повелѣни˫а ѹбо мълчать. проповѣдани˫а же обличена сѹть. мълчани˫а же ѡбразъ. и не˫авлѥниѥ. имьже приѥмлѥть писаниѥ. неѹдобьвидимъ стрѹ˫а ѹмъ. на ѹспѣхъ сѹщиимъ (ἡ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”